ἔκφυγε

ἔκφυγε
ἔκφυγε: see ἐκφεύγω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔκφυγε — ἐκφεύγω aor imperat act 2nd sg ἐκφεύγω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφυγ' — ἔκφυγε , ἐκφεύγω aor imperat act 2nd sg ἔκφυγε , ἐκφεύγω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”